- ποτηρίδιον
- τὸ, Αυποκορ. μικρό ποτήρι, ποτηράκι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτήριον + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. πινακ-ίδιον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποτηρίδια — ποτηρίδιον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԲԱԺԱԿԻԿ — ( ) NBH 1 421 Chronological Sequence: 5c գ. ποτηρίδιον pocillum Բաժակ փոքր կամ աղքատին. եւ Սակաւ գինի. գաւթիկ. ... *Զիւր բաժակիկն նմա մատուցանիցէ, ասելով՝ թէ ուրախացի՛ր. Մանդ. ՟Զ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)